Ώρα 7.24. Πρωί. Το ξυπνητήρι αρχίζει να χτυπάει και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μου (ας του δώσουμε το όνομα Έλληνας) πετάγεται αλαφιασμένος από το κρεβάτι! Κοιτάει το ρολόι, ανοίγει την τηλεόραση και βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που άκουσε...
...τις κοινωνικές επιταγές και έπιασε εκείνη τη κωλοδουλειά στο δημόσιο που του έχει φάει τη ζωή! 8.15 πρέπει να είναι στο γραφείο πάλι... Μα είναι κατάσταση αυτή; Θυμωμένος, γυρνάει πλευρό και ξανακοιμάται γιατί σήμερα είναι η σειρά του Περικλή από τον δεύτερο να χτυπήσει μαζικά τις κάρτες οπότε τον παίρνει να σκάσει στη δουλειά κατά τις 9.30.
Κατά τις 8.05, αρχίζουν πάλι να τσακώνονται ο Κοκορίκος με την Λιβανίου στην τηλεόραση που είχε μείνει ανοικτή από το πρώτο ξύπνημα: «Την τύχη μου μέσα με αυτούς τους δύο, θα τα βρουν επιτέλους να μας αφήσουν να απολαύσουμε τον υπνάκο μας;» μονολογεί ενώ ξεκινάει τη διαδικασία να αποχωριστεί το πάπλωμα. Σε περίπου 11 λεπτά τα έχει καταφέρει και αρχίζει νωχελικά να ντύνεται. Το ξέρει ότι έχει αρχίσει να αργεί επικίνδυνα και έτσι ο φιλότιμος Έλληνας επισπεύδει τις διαδικασίες.
Να μη στα πολυλογώ, Μπάμπη μου, 9.08 ακριβώς βάζει μπρος το αμάξι του και ρίχνεται στη μάχη της Κηφισίας. Πηγμένη και πάλι η λεωφόρος... «Κοπρόσκυλα, αλήτες, τεμπελχανάδες του κέρατα» μουρμουρίζει ο Έλληνας, «ήθελα να ήξερα που πηγαίνουν όλοι τέτοια ώρα, 10 η ώρα πιάνουν όλοι δουλειά; Αλλά τι περιμένεις γεμίσαμε κοπανατζήδες και αργόσχολους, χώρα είναι αυτή; Πως θα πάει έτσι το κράτος μπροστά;». Αν δεν ήταν με τη τσίμπλα στο μάτι, μπορεί και να αναγνώριζε στα δίπλα αυτοκίνητα τον Κώστα από το αρχείο, την Τασία από τη γραμματεία και τον Μήτσο τον κλητήρα να οδηγούν και να μουρμουρίζουν για την κατάντια της χώρας, τους κοπανατζήδες και την κίνηση. Στο μεταξύ, ο Περικλής στο γραφείο νιώθει τόσο μόνος που δε μπορεί να δουλέψει...
10.13 ακριβώς ο Έλληνας έχει παρκάρει στο πάρκινγκ. Κατεβαίνει και βλέπει μπροστά του τον φίλο του τον παρκαδόρο. «Που είσαι ρε μάστορα Νικήτα, κάτσε να κάνουμε ένα τσιγαράκι να τα πούμε». Και ξεκινάει: «τι να κάνω ρε Νικητάκο, τρέχω και δε φτάνω, την ανάγκη μου τη μαύρη μέσα. Ξέρεις τι πρόγραμμα έχω εγώ σήμερα; Που να στα λέω... Και άργησα κιόλας γιατί είχα μία άλλη δουλίτσα το πρωί και ποιος τους ακούει στο γραφείο πάλι. Κομπλεξικοί, γκρινιάρηδες, τι περιμένεις Νικήτα μου; Όλοι με μέσο είναι εκεί μέσα, άχρηστοι σου λέω. Πες μου ρε τα δικά σου. Με το ξανθό, την κόρη του περιπτερά απέναντι τι έγινε; Σώπα ρε! Πότε; Καλό; Λέγε ρε, τι να αργήσω πέντε, τι δέκα λεπτά».
10.57 ο Έλληνας φτάνει στο γραφείο του, χαλαρός, άνετος με τη φραπεδιά στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα. Περνάει από το γραφείο του Περικλή να πει ένα ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση αλλά ο τίμιος συνάδερφος τον έχει ψιλοπάρει δίπλα στους φακέλους με τα εισερχόμενα και δε θέλει να τον ενοχλήσει. Μπαίνει στο δικό του γραφείο, λέει μία αγχωμένη καλημέρα στους συναδέρφους του και συνεχίζει: «παιδιά συγνώμη για την καθυστέρηση, είχα πάει για μια υπόθεση σε ένα δικηγόρο και ξέρετε πως είναι αυτά» λέει (όχι ότι κάποιος τον ακούει ).
«Τι έγινε παιδιά, πάλι λείπει ο Τσάτσογλου, α, κάτι πρέπει να γίνει με αυτήν την ιστορία δε θα δουλεύουμε εμείς για να λουφάρει αυτός» συνεχίζει ενώ ανάβει το τσιγάρο του και πιάνει με ρυθμό γερασμένης χελώνας με ρήξη πρόσθιου χιαστού μπρος να αρχίσει τη δουλειά του. Ευτυχώς χτυπάει το τηλέφωνο του, ο φίλος του ο Λέλος είναι για να πουν την καλημέρα τους. «Έλα ρε Λέλο, τι γίνεται άρχοντα μου; Πήζεις κι εσύ ε; Εντάξει Πέμπτη είναι ρε Λέλο, χαλάρωσε να περάσει η Παρασκευή και αρχίζεις από Τρίτη. Εγώ; Τι εγώ; Δεν τα ξέρεις εγώ; Πνίγομαι, ρε, πνίγομαι. Τι; Καφέ το μεσημέρι; Πλάκα μας κάνεις; Να κατουρήσω δεν προλαβαίνω ρε. Εσύ; Κάνα νέο; Δεν το πιστεύω ρε. Σου είπε τέτοιο πράγμα; Λέγε ρε, λέγε, τι δε μπορούμε να μιλήσουμε με ένα φίλο μας, να πούμε;».
12.02 κλείνει το τηλέφωνο, σβήνει το τέταρτο τσιγάρο και παίρνει το πακέτο του μαζί με την μισοτελειωμένη φραπεδούμπα του να πάει να κάνει το διάλειμμα του. Άνθρωπος είναι και αυτός. Χαιρετάει τον Περικλή που είχε στο μεταξύ ξυπνήσει από τις φωνές ενός καραγκιόζη πολίτη που ήθελε να εξυπηρετηθεί γρήγορα και ανοίγει τον Πρωταθλητή να ενημερωθεί για τα νέα του Θρύλου. Δίπλα ο Βάγγος από το τμήμα προσωπικού διαβάζει επίσης Πρωταθλητή και χαμογελάει. Είχε νικήσει ο Θρύλος εχθές, βλέπετε, και η ευκαιρία ήταν κατάλληλη: «Ρε Βάγγο, Ολυμπιακάρα, πως θα γίνει να λείψω Παρασκευή, Δευτέρα να πάω στο χωριό ρε να ποτίσω τα χωράφια του γέρου μου, ρημάξανε φίλε Βάγγο ».
Πάει έξω (διακριτικός πάντα): «έλα μωρό, ναι, πνίγομαι. Άκου. Μέσα για το τριήμερο στο βουνό που λέγαμε. Ναι, πες το και στη φίλη σου, το Μαράκι να έρθει μαζί μας αν θέλει» λέει, «θα τη στριμώξω εγώ τη Μαρία» σκέφτεται.
«Πότε πήγε μία ρε παιδιά; Εμ, βέβαια περνάει η ώρα αν είσαι συνέχεια στο τρέξιμο»... Πιάνει τον φάκελο που περιμένει ο προϊστάμενος από χθες και παράλληλα τον πιάνει και ένα πνίξιμο από την αδικία. «Ωραίος αυτός, κάθεται στη γραφειάρα του, κολοβαράει όλη μέρα και βγάζουμε εμείς το φίδι από την τρύπα». Άδικη ζωή... Τέλος πάντων, 1.23 είχε τελειώσει τη δουλειά (κάτι αντιγραφές στο βιβλίο κίνησης), την παρέδωσε στο αφεντικό του και αποκαμωμένος γύρισε πίσω. «Πω, πω, τι θα κάνουμε πάλι για να πάει τρεις να φύγουμε από αυτήν την κόλαση » σκέφτεται ενώ παίζει πάκμαν στον υπολογιστή.
Πόσο πάκμαν να αντέξει ένας μέσος υπάλληλος; 2.11 κλείνει το μάτι στον Περικλή και κατεβαίνει για να την κάνει. Πάει στο περίπτερο, τον περιμένει ο Παντελής. Παντελής έλλειψη κατανόησης: «τι λες ρε Παντελή; Με ζηλεύεις που είμαι στο δημόσιο; Να ήξερες αδερφέ μου τι τραβάω... Πνίγομαι σου λέω ρε, πνίγομαι. Δώσε μου δυο πακετάκια τσιγάρα και τρεις λιόσπορους παρακαλώ» λέει και φεύγει.
Κίνηση πάλι στην Κηφισίας και ας είναι τρεις παρά. «Πάλι στην κοπάνα ό λοι, λαμόγια, αργόσχολοι, καθίκια» φωνάζει ενώ κορνάρει μανιωδώς (και συνήθως, αναίτια). «Ναι, δύο με πίτα όλα με έξτρα τζατζίκι, μία πατάτες, δύο καλαμάκια σκέτα, δύο πράσινες, παρακαλώ. Ναι θα περάσω να τα πάρω εγώ. Α, που σαι, και δύο πίτες αλάδωτες ρε συ» λέει στο τηλέφωνο. Αλάδωτες βέβαια οι πίτες γιατί κάνει και δίαιτα. Έχει δει και διαφορά στη ζυγαριά.
Δεν έχει χάσει κιλά, έχει πάρει, τη διαφορά πάντως την είδε. Ε, βέβαια που να βρει χρόνο να ασχοληθεί με τον εαυτό μου, με τόσο άγχος τόσο τρέξιμο, τέλος πάντων.
3.23, έχει φάει, έχει τουμπανιάσει και ετοιμάζεται να την πέσει για λίγο υπνάκο. «Ναι, ήθελε και καφέ ο Λέλος, εδώ ρε δεν προλαβαίνουμε να κατουρήσουμε» σκέφτεται ενώ γλαρώνει γλυκά. 8 παρά δέκα είναι και πάλι στο πόδι. Πρέπει να πάει στις εφτά στην κοπελιά του σε κάτι δουλίτσες που έχει να κάνει. «Ναι, μωρό μου, το είδα ότι έπαιρνες, τι να κάνω, είχα δουλειά πνιγόμουνα.... Ναι θα έρθω να πάμε να φάμε έξω» της λέει όλο αποφασιστικότητα. 9 και κάτι κάθονται στο ταβερνάκι για να τσιμπήσουν λίγη χοληστερίνη, μία μερίδα τριγλυκερίδια και ολίγην από ζάχαρο. Η ώρα έχει αρχίσει να περνάει και ο Έλληνας νυστάζει. Από τις 7 στο πόδι είναι, τι να σου κάνει, άνθρωπος είναι και αυτός... Αφήνει το μωρό και πάει καρφί για το σπίτι. Το σπίτι του Λέλου για την ακρίβεια. Έχει φέρει κάτι ρωσιδάκια μούρλια ο στριπτιζάς της γειτονιάς. «Ρε μαλάκα, 2 παρά έχει πάει η ώρα δε θα σηκωνόμαστε αύριο » λέει ενώ ξέρει ότι αύριο η σημαία που έχει κρεμάσει στο μπαλκόνι του έχει δώσει άδεια. Η αλήθεια είναι ότι έχει ψιλοπεινάσει, νηστικό αρκούδι δε χουφτώνει.
Ο Έλληνας χαμογελάει στον Θανάση τον Βρώμικο, το καλύτερο λουκάνικο δυτικά της Γαλατσίου. «Ένα περιποιημένο και γρήγορα Νάσο. Πνίγομαι ρε, Νάσο, πνίγομαι». Αλήθεια έλεγε. Πνιγόταν. Του είχε κάτσει το λουκάνικο στο λαιμό! Ζωή και αυτή...
Αναδημοσίευση από τον ΓΑΤΑδότη.gr
ΓΑΤΑδότης ο Στέλιος Ποτηράκης
Ο Στέλιος Ποτηράκης καταγράφει ώρα προς ώρα, λεπτό προς λεπτό, μια ημέρα (εργάσιμη) από τη ζωή ενός τυχαίου συμπολίτη μας, του "Έλληνα"...