Απόγευμα Δευτέρας. Το ρολόι δείχνει 7.30 και επιτέλους ύστερα από μια κουραστική μέρα στη δουλειά, έφτασε η ώρα να σχολάσω. Πακετάροντας τη τσάντα μου, αρπάζοντας τα κλειδιά πάνω από το γραφείο του καταστήματος ενώ είμαι έτοιμος να φύγω, μου ξέφυγε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης σκεφτόμενος πως η κούραση και η ταλαιπωρία για τη σημερινή ημέρα έφτασε στο τέλος της. Η μήπως όχι?
Βγαίνοντας από το μαγαζί δοκίμασα να περάσω στο απέναντι πεζοδρόμιο, ευελπιστώντας να μην βραχώ (λόγω της βροχής οι δρόμοι είχαν γίνει... ποτάμια, βάλτοι, ότι και να πείτε μέσα θα πέσετε...) από κάποιον «ραλίστα» οδηγό ή από κάποια γυναίκα οδηγό (εδώ δεν υπάρχουν εισαγωγικά...). Αμ δε. Στο τέλος του γρήγορου σάλτου μου από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο μου ήρθε από εκεί που δεν το περίμενα... Ένας μηχανάκι πέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα από πίσω μου κάνοντας με χάλια...
Ελπίζοντας να είναι αυτή η μοναδική ατυχία μέχρι να φτάσω σπίτι μου άρχισα να προχωράω με γοργό βήμα στον σταθμό του ηλεκτρικού που είναι στα 100 μέτρα από το μαγαζί. Πλησιάζοντας τον σταθμό είδα από μακριά το τραίνο να έρχεται και έτσι άρχισα να τρέχω για να προλάβω να βγάλω εισιτήριο για να φύγω, μιας και το τελευταίο διάστημα τα τραίνα στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο καθυστερούν όπως οι πτήσεις της Ολυμπιακής. Ευτυχώς τελικά πρόλαβα έβγαλα εισιτήριο και επιβιβάστηκα στο τραίνο με προορισμό τον σταθμό των Άνω Πατησίων. Πέρα από την έντονη δυσοσμία μέσα στο βαγόνι, με περίμενε ακόμη μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο σταθμός των Άνω Πατησίων ήταν κλειστός λόγω... αιώνιων έργων. Με μια ξαφνική κίνηση απογοήτευσης και συγχρόνως αγανάκτησης έπιασα το κεφάλι μου, σαν τους πρωταγωνιστές των παλιών ελληνικών ταινιών που τους χτυπούσε συνεχώς η άτιμη η μοίρα.
Άμεσα ο εκνευρισμός μου ελαχιστοποιήθηκε μιας και ο επόμενος σταθμός, αυτός του Αγίου Ελευθερίου, δεν ήταν πολύ μακριά από το σπίτι μου.
Φτάνοντας λοιπόν στον Άγιο Ελευθέριο είδα πολυκοσμία έξω από τον σταθμό. «Τι γίνεται’?» αναρωτήθηκα και η ερώτηση μου απαντήθηκε αμέσως από έναν ευτραφή κύριο που ήτανε δίπλα μου. « Το πανηγύρι του Αγίου Ελευθερίου νεαρέ μου, αύριο είναι η γιορτή του Αγίου, μεγάλη η χάρη του.»
«Οκ, μεγάλη η χάρη του Αγίου» σκέφτηκα και γω κατεβαίνοντας από το τραίνο. Βγαίνοντας έξω όμως με περίμενε άλλη μια ταλαιπωρία. Λόγω του πανηγυριού οι δρόμοι είχαν κλείσει και έτσι ο μόνος τρόπος να περάσω για να πάω σπίτι μου ήταν μέσα από τον κόσμο. «Δεν είναι μεγάλο το πανηγύρι» σκέφτηκα ο ανόητος και ξεκίνησα να περπατάω ανάμεσα στους ανθρώπους που ήρθαν να τιμήσουν τον Άγιο τρώγοντας σουβλάκια και ακούγοντας στη διαπασών τον Κατμαν να τραγουδάει το «Είμαι ο εραστής σου». Σπρωξίματα, φωνές, πανικός. Σε κάποια φάση μού λύνεται το κορδόνι, σκύβω να το δέσω και μια επερχόμενη κυρία με σπρώχνει από πίσω σε τέτοιο βαθμό, ώστε το πρόσωπο μου παραλίγο να έτρωγε χώμα, κατά την λαϊκή έκφραση.
Βγαίνοντας από τον κόσμο αναθεμάτισα την ώρα και την στιγμή που πέρασα από μέσα αλλά δεν είχα άλλη εναλλακτική. «Έλα Μάκη, άλλο ένα δεκάλεπτο» σκέφτηκα υπολογίζοντας τον χρόνο για να φτάσω σπίτι μου. Ύστερα από κανονικό περπάτημα 5 λεπτών, ξεκίνησε ξαφνικά ψιλόβροχο που μέσα σε δευτερόλεπτα έγινε μπόρα!!! Άρχισα να τρέχω σκεφτόμενος το σπίτι μου σαν το σημείο τερματισμού έπειτα από Μαραθώνιο αγώνα πολλών χιλιομέτρων. Πλέον το νερό άρχισε να γίνεται ένα με τα ρούχα μου. Πηδάω, πάνω από μια τρύπα στο δρόμο που είχε γεμίσει νερά, βλέποντας κιόλας με την άκρη του ματιού μου αν έρχεται αυτοκίνητο. Ανεβαίνω στο πεζοδρόμιο αλλά εκεί ήταν παρκαρισμένο ένα μηχανάκι και πιο μπροστά ένα τζιπ!!!
Σαν τον σχοινοβάτη που ισορροπεί πάνω στο τεντωμένο σχοινί κάνω ένα σάλτο, περνάω πάνω από το μηχανάκι και με τα χίλια ζόρια περνάω κολλητά και από το, παρκαρισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο, τζιπ. Το σπίτι είναι κοντά. Τόσο κοντά που ενώ βρέχει ασταμάτητα, εγώ πλέον, μιας και με έχουν αφήσει και οι δυνάμεις μου, περπατάω με αργούς ρυθμούς. Ξαφνικά ακούω από πίσω μου κάτι που δεν αντήχησε καλά στα αυτιά μου. Γαβγίσματα. Γυρίζω και βλέπω δύο πεινασμένα (1000%) σκυλιά-αρκούδες να έρχονται καταπάνω μου. Θέλετε οι κακές εμπειρίες που έχω από παρόμοιες περιπτώσεις, θέλετε τα αντανακλαστικά μου, δεν το σκέφτηκα καθόλου. Χαλάρωσα και αποφάσισα σαν άλλος θηριοδαμαστής να κάτσω και να ηρεμήσω, τα κατά τα άλλα, συμπαθέστατα σκυλάκια. Καθώς με πλησίαζαν όμως αντιλήφθηκα πως οι προσπάθειες που έκανα για να τα ηρεμήσω δεν έπιαναν τόπο και έτσι άρχισα να τρέχω όπως ο Καρλ Λίουϊς στις καλές του μέρες.
Μετά κόπων και βασάνων αφού ξέφυγα από τα δόντια των τετράποδων φίλων μας (τρόπος του λέγειν), έφτασα επιτέλους στο σπίτι μου. «Ουφ» αναφώνησα με όση δύναμη μου απέμεινε. Σωριάστηκα στην πρώτη πολυθρόνα που βρήκα αναλογιζόμενος πως η ζωή μου, η ζωή μας μοιάζει περισσότερο σαν τσίρκο, παρά σαν μια φυσιολογική ζωή. Όπως ακριβώς το περιγράφει και ο Ζακ Στεφάνου στο τραγούδι του...
«Αυτό το μέρος μου θυμίζει τσίρκο
άσπροι πίθηκοι στους δρόμους γυρίζουν
πότε κτίζουν πότε γκρεμίζουν
αυτά που οι άλλοι φτιάξαν γι' αυτούς
Αυτό το μέρος μου θυμίζει στάβλο
βρωμιά παντού και δυσωδία
γουρούνια κι άλογα σε παρωδία
πίνουν σαμπάνια καπνίζουν πούρα
Αυτό το μέρος μου θυμίζει τσίρκο
οι σχοινοβάτες στο σάλτο μορτάλε
το δίχτυ σου φωνάζουν βγάλε
κι αυτοί μια λύτρωση ζητούν...»
Τα γραφόμενα του Mak Del τα διαβάζετε και στο blog του "My Way"