5 Οκτωβρίου 1957. Στην ήσυχη κωμόπολη Σάο Φρανσίσκο ντε Σάλες της Βραζιλίας δύο νεαρά αδέρφια, γεωργοί στο επάγγελμα, πέφτουνε για ύπνο κατά τις 11 το βράδυ, ύστερα από ένα πάρτι που έκανε ένας φίλος τους σε ένα κοντινό σπίτι. Ξαφνικά, μια
παράξενη λάμψη εμφανίστηκε στην αυλή του σπιτιού που έκανε τους δύο αδερφούς να σηκωθούνε από τα κρεβάτια τους και να την παρακολουθήσουνε να χάνεται στον ουρανό μέσα από τα πάτερα και τα κεραμίδια (τα περισσότερα σπίτια τότε δεν είχαν σκεπή).
Το επόμενο βράδυ το ίδιο φως έκανε την εμφάνιση του στο χωράφι, την ώρα που οι νεαροί γεωργοί όργωναν με το τρακτέρ τους. Το φως φάνηκε να παίζει με τον ένα από τους δύο αδερφούς, τον Αντόνιο Βίλας Μπόας και εξαφανίστηκε την στιγμή που ο νεαρός Βραζιλιάνος το πλησίασε.
Έπειτα από αρκετές μέρες και συγκεκριμένα στις 15 Οκτώβρη, ο Αντόνιο ήταν μόνο του στο χωράφι αυτή την φορά και όργωνε, όταν κατά τις 1 το μεσημέρι είδε ένα «μεγάλο κόκκινο άστρο» όπως ο ίδιο το περιέγραψε να κατεβαίνει στο χωράφι. Ο Αντόνιο πλησίασε τότε προς το μέρος του και διέκρινε ένα αντικείμενο σε σχήμα αυγού. Ξαφνικά από τον περιστρεφόμενο πυργίσκο που υπήρχε στο αντικείμενο, βγήκαν τρεις κολώνες (κάτι σαν... πόδια) και ακούμπησαν στη γη.
Ο τρομαγμένος Αντόνιο προσπάθησε να φύγει με το τρακτέρ, όμως η μηχανή του σταμάτησε να λειτουργεί χωρίς λόγο. Ο Αντόνιο Βίλας Μποας κατέβηκε και το έβαλε στα πόδια και πίσω του (όπως ο ίδιος ανέφερε στις Αρχές) ακολουθούσαν τρία ανθρωποειδή με κράνη τα οποία και τον πρόφτασαν, αρπάζοντας τον από το χέρι και σέρνοντας τον προς το ιπτάμενο αντικείμενο. «Πρόσεξα, ότι όταν με έσερναν τους παραξένεψε πολύ η φωνή μου, γιατί κάποια στιγμή στάθηκαν και με κοίταζαν με προσοχή στο πρόσωπο...». Φτάνοντάς στο ιπτάμενο αντικείμενο, μια σκάλα κατέβηκε και τα ανθρωποειδή ανέβασαν επάνω τον Μπόας με μεγάλη δυσκολία λόγω της αντίστασης του.
Στο δωμάτιο, όπως περιέγραψε ο νεαρός Βραζιλιάνος οι τοίχοι ήταν μεταλλικοί και υπήρχε ένα έντονο φως. Εκεί τα παράξενα όντα άρχισαν να συζητάνε, αλλά αυτό που ακούγονταν έμοιαζε περισσότερο με γαβγίσματα σκύλων, παρά για ομιλία. Ξαφνικά τα όντα που έγιναν πέντε, καθώς άλλα δύο έκαναν την εμφάνιση τότε, άρπαζαν τον Μποας και τον έγδυσαν, ενώ παρά ότι φάνηκε να χρησιμοποιούν βία, δεν τον πόνεσαν καθόλου. Αμέσως μετά εξαφανίστηκαν.
Έπειτα από αρκετές ώρες και ενώ είχε νυχτώσει (το παρατήρησε ο νεαρός Βραζιλιάνος από τον φεγγίτη του σκάφους), εμφανίστηκε μπροστά στον καταρρακωμένο και ταλαιπωρημένο νεαρό ένα από τα ανθρωποειδή και έτριψε επάνω στρογγυλό σώμα του κάτι σαν σφουγγάρι και ένα υγρό άοσμο και άγευστο άρχισε να τρέχει επάνω του, Αμέσως μετά ένα δεύτερο ανθρωποειδές τον πλησίασε με ένα τάσι και δύο σωληνάκια και φάνηκε σαν να του ρουφάει το αίμα, χωρίς όμως ο ίδιος να αισθάνεται άσχημα. Μόλις τελείωσε, έφυγε. Λόγω των καπνών που έβγαινε από τα τοιχώματα, ο Μπόας αισθάνθηκε μια αδιαθεσία και έκανε εμετό. Αμέσως αισθάνθηκε λιγότερο φοβισμένος.
Αφού πέρασαν γύρω στα δέκα λεπτά, από μια άλλη πόρτα του σκάφους, βγήκε μια πολύ όμορφη γυναίκα τελείως γυμνή με κατακόκκινα μαλλιά (μεγάλη εντύπωση έκανε στον Μποας, ότι ακόμη και η ήβη και οι μασχάλες της ήταν κόκκινες σαν αίμα), γύρω στο 1.60, με μυτερό σαγόνι και λεπτά χείλια. Τα ζυγωματικά της ήταν έντονα αλλά απαλά και σαρκώδη. Η πανέμορφη γυναίκα πλησίασε τον νεαρό γεωργό και έτριψε το κεφάλι της στο δικό του. Το σώμα της κόλλησε στο δικό του και η έξαψη ήταν μεγάλη, δείχνοντας του καθαρά τι θέλει. Ο Μπόας θυμάται ότι έγιναν δύο ολοκληρωμένες σεξουαλικές πράξεις, αλλά μετά αυτή κουράστηκε και απομακρύνθηκε μαζί με ένα ανθρωποειδές. Την στιγμή που έφευγε, γύρισε στον Μπόας δείχνοντας την κοιλιά της και τον ουρανό, κάνοντας τον να φοβηθεί, νομίζοντας ότι θα γυρνούσε κάποια στιγμή να τον πάρει μαζί της (αργότερα ο γιατρός που τον παρακολούθησε του είπε ότι η γυναίκα εννοούσε πως θα γεννήσει το παιδί τους και θα το έχει μαζί της στον ουρανό).
Τα παράξενα όντα έδειξαν στον Μποας ότι πρέπει να ντυθεί και τον κατέβασαν από το σκάφος, προτού αυτό απογειωθεί και χαθεί στον ξάστερο ουρανό.
Ο ταλαιπωρημένος και εξουθενωμένος γεωργός πήγε σπίτι του και κοιμήθηκε αμέσως. Ξυπνώντας την επόμενη μέρα είχε φριχτούς πόνους στην κοιλιά και άρχισε να βάζει φουσκάλες στο δέρμα του που μετατράπηκαν σε μωβ σημάδια.
Ο γιατρός που εξέτασε τον Μπόας έπειτα ένα μήνα βρήκε παράξενα σημάδια από ραδιενεργή δηλητηρίαση και κοψίματα από αιχμηρό αντικείμενο.
Ο Αντόνιο Βίλας Μπόας ήθελε να κρατήσει πάση θυσία κρυφή την ιστορία του και την παρουσίασε μετά κόπων και βασάνων στο κοινό σε μια βραζιλιάνικη κυριακάτικη επιθεώρηση (Domingo Illustrado) στις 10.10.1971. στον δημοσιογράφο Ζοάο Μάρτινς!!! Δηλαδή 14 χρόνια μετά. Μάλιστα ο γιατρός που τον εξέτασε ο Δρ. Φοντές ανέφερε: «Ο Αντόνιο Βίλας Μπόας υποβλήθηκε από εμάς (παρών ήταν και ένας αξιωματικός του στρατού), στις πιο εξονυχιστικές ανακρίσεις χωρίς να υποπέσει σε αντιφάσεις. Δεν έπεσε στις παγίδες που του στήσαμε και η ιατρική εξέταση τον βρήκε σε τέλεια διανοητική και φυσική κατάσταση.»
Κλείνοντας ο δημοσιογράφος ανέφερε «Αν αυτή η ιστορία είναι αληθινή, τότε ίσως κάπου εκεί στο Σύμπαν βρίσκεται ένα παράξενο παιδί... που ετοιμάζεται να γυρίσει εδώ...»
Τα γραφόμενα του Μάκη τα διαβάζετε και στο blog του "My Way"