Όταν πρόκειται για την υγεία της καρδιάς τους, οι άνθρωποι πρέπει να βρίσκουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στον πολύ και στον λίγο ύπνο, σύμφωνα με νέα αμερικανική έρευνα, η οποία διαπίστωσε ότι οι ενήλικες που κοιμούνται λιγότερο από έξι ώρες και αυτοί που κοιμούνται περισσότερο από οκτώ ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν καρδιολογικά προβλήματα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Δρ Ρόχιτ Αρόρα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγο, παρουσίασαν στοιχεία στο συνέδριο του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, σύμφωνα με τα οποία η ανεπάρκεια ύπνου αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο για εγκεφαλικού επεισοδίου και εμφράγματος.
Από την άλλη, ο πολύς ύπνος αυξάνει τον κίνδυνο για εκδήλωση στηθάγχης και στεφανιαίας νόσου, δηλαδή στένωση των αιμοφόρων αγγείων που μεταφέρουν αίμα και οξυγόνο στην καρδιά.
Οι ερευνητές μελέτησαν πάνω από 3.000 ασθενείς ηλικίας άνω των 45 ετών, συσχετίζοντας τη διάρκεια του ύπνου με την κατάσταση της υγείας τους. Η μελέτη έδειξε ότι όσοι κοιμούνταν πολύ λίγο, είχαν διπλάσια πιθανότητα να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο ή έμφραγμα. Όσοι, αντίθετα, κοιμούνταν πάνω από οκτώ ώρες τη νύχτα, είχαν διπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν στηθάγχη (πόνο στο στήθος) και 1,1 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν στεφανιαία νόσο.
Ο αυξημένος κίνδυνος λόγω ανεπαρκούς ή υπερβολικού ύπνου ισχύει ακόμα και όταν απομονωθούν άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως το υψηλό επίπεδο χοληστερόλης, το κάπνισμα και η παχυσαρκία.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η έλλειψη ύπνου συνδέεται με υπερδιέγερση του νευρικού συστήματος, την πιθανότητα εκδήλωσης διαβήτη, φλεγμονής, αύξηση των ορμονών του στρες, ψηλότερη αρτηριακή πίεση και άλλες παθογόνες καταστάσεις. Η αιτίες που ο υπερβολικός ύπνος επίσης μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα στην καρδιά, είναι λιγότερο σαφείς και απαιτούν περαιτέρω έρευνα.
Οι ερευνητές επισήμαναν ότι οι γιατροί, ιδίως οι καρδιολόγοι, πρέπει να ρωτάνε τους ασθενείς τους σχετικά με τη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου τους, ιδίως όσους ανήκουν σε ομάδα υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.
Πηγή: health.in.gr