Οι W.A.S.P. είναι στην ουσία το προσωπικό σχήμα του Blackie Lawless, κατά κόσμον Steven Duren. Γεννημένος στο Staten Island της Ν. Υόρκης, στις 4/9/1956, ξεκίνησε να παίζει κιθάρα σε ηλικία 9 ετών και μέχρι τα 16 του είχε ήδη παίξει σε τρεις μπάντες (Underside, Black Rabbit, Orphax Rainbow). Το 1974, αν και μόλις 18 ετών, παίρνει τη θέση του αποχωρήσαντα Johnny Thunders στους θρυλικούς New York Dolls, οι οποίοι βέβαια ήταν πια σε περίοδο παρακμής.
Μαζί με τον μπασίστα των New York Dolls, Artur Kane (που μόλις πρόσφατα έφυγε από τη ζωή), αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Los Angeles, όπου και σχημάτισαν το βραχύβιο, όπως αποδείχθηκε, σχήμα των Killer Kane, κυκλοφορώντας ένα 33άρι E.P. Μετά από αυτό, ο Kane επιστρέφει στα πάτρια εδάφη αφήνοντας τον Blackie στην Πόλη των Αγγέλων. Εκεί, με τη συνδρομή του κιθαρίστα Randy Piper, δημιουργούνται οι Sister, ένα από τα πρώτα γκρουπ της ντόπιας σκηνής που χρησιμοποίησε αποκρυφικούς συμβολισμούς και make up.
Πιστεύεται πως από τη σύνθεσή τους πέρασε και ο Nikki Sixx των Motley Crue, πριν διαλυθούν, αδυνατώντας να βρουν δισκογραφική στέγη, σε μία εποχή –ούτως ή άλλως- πολύ δύσκολη για το heavy metal.
Η συνέχεια βρήκε τον Blackie να συμμετέχει σε γκρουπ όπως οι Circus Circus και οι London, πριν αποφασίσει να φτιάξει τους W.A.S.P. μαζί με τον κιθαρίστα (και πρώην πεζοναύτη) Chris Holmes, τον Randy Piper (των Sister) και τον ντράμερ Tony Richards, στα μέσα του 1982.
Ξεκίνησαν να παίζουν live και προς τα τέλη του ’83 κίνησαν το ενδιαφέρον του Rod Swallwood (manager των Iron Maiden), ο οποίος εεντυπωσιασμένος από τη μουσική και τη σκηνική παρουσία τους, τους οδηγεί σε ένα εξαιρετικά προσοδοφόρο συμβόλαιο με την Capitol Records, για λογαριασμό της οποίας κυκλοφορεί το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τον τίτλο W.A.S.P. (1984).
Εκεί περιέχεται και το πρώτο τους single, το θρυλικό πια Animal (Fuck Like A Beast), το οποίο η εταιρία σκόπευε να κυκλοφορήσει μόνο στην Ευρώπη και μάλιστα μέσα σε μαύρο πλαστικό σακουλάκι, μια και το εσώφυλλό του ήταν θεματολογικά απόλυτα συνυφασμένο με το περιεχόμενό του. Αλλωστε, ο τίτλος τα λέει όλα...
Το single κυκλοφόρησε τελικά από τη Music For Nations τον Απρίλιο του ’84 και με το αυθεντικό του εξώφυλλο. Ευτυχώς, το επόμενο 45άρι από το ίδιο lp, δεν αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα, ενώ το γκρουπ συνέχιζε τις live εμφανίσεις, ανοίγοντας τα shows μεγάλων ονομάτων όπως οι Kiss.
Ενα χρόνο αργότερα κι ενώ το δεύτερο άλμπουμ τους, με τίτλο The Last Command (1985) βρίσκεται ήδη στα δισκοπωλεία, οι W.A.S.P. μπαίνουν στο στόχαστρο της οργάνωσης P.M.R.C. (Parents’ Music Resource Center), η οποία αποτελείτο κατά βάση από βαριεστημένες συζύγους πολιτικών της Ουάσιγκτον, με προεξάρχουσα την Tipper Gore, σύζυγο του τότε γερουσιαστή και μετέπειτα αντιπροέδρου Al Gore. Η υπόθεση πήρε μεγάλες διαστάσεις και οδήγησε στη δημιουργία επιτροπών της Γερουσίας οι οποίες διεξήγαγαν ακροαματικές διαδικασίες, όπου μεγάλοι μουσικοί όπως ο Frank Zappa, ο John Denver και ο Dee Snider των Twisted Sister κατέθεσαν τις απόψεις τους.
Οι δισκογραφικές, τελικά, υποχρεώθηκαν να προειδοποιούν το κοινό για την ύπαρξη βίαιων, προκλητικών ή και «προσβλητικών» στίχων σε ένα δίσκο με το γνωστό Parental Advisory στίκερ που συνοδεύει έκτοτε τις περισσότερες κυκλοφορίες! Ταυτόχρονα, ωστόσο, ονόματα όπως οι W.A.S.P. κέρδισαν μεγάλη δημοσιότητα και οι πωλήσεις τους εκτοξεύτηκαν στα ύψη.
Το 1986 κυκλοφορεί το τρίτο άλμπουμ τους, The Electric Circus, ταυτόχρονα με την έναρξη της πρώτης βρετανικής περιοδείας τους. Ετσι, το 1987 κατέλαβαν περίοπτη θέση στο line up του φεστιβάλ Monsters Of Rock στο Donington με headliners τους Bon Jovi.
Ακολούθησαν τα άλμπουμ Live… In The Raw (1987), The Headless Children (1989) και The Crimson Idol (1992). Το τελευταίο είναι ηχογραφημένο εξ ολοκλήρου στα Fort Apache Studios του Blackie, ο οποίος συνέθεσε και έκανε παραγωγή σε όλα τα τραγούδια του άλμπουμ.
Το 1994, στον απόηχο της κυκλοφορίας του First Blood… Last Cuts, το οποίο είναι μία συλλογή παλαιότερων ηχογραφήσεων, ο Blackie ανακοινώνει τη διάλυση των W.A.S.P. και την έναρξη της προσωπικής του καριέρας. Παρόλα αυτά, τόσο το Still Not Black Enough (1995, Castle Records) όσο και το Kill Fuck Die (1997, Raw Power Recs) κυκλοφορούν κάτω από το όνομα W.A.S.P., ενώ στην ηχογράφηση του δεύτερου συμμετέχει ξανά και ο Chris Holmes που είχε αποχωρήσει από τη μπάντα μερικά χρόνια πριν.
Παράλληλα, ο Blackie κερδίζει μία δικαστική διαμάχη με την Capitol αποκτώντας την κυριότητα όλου του παλαιού καταλόγου των W.A.S.P. Η υπογραφή στη CMC International ακολουθείται από σειρά re-mastered επανεκδόσεων των πρώτων δίσκων τους σε CD με την προσθήκη live εκτελέσεων και B-sides.
Τα Double Live Assassin (’98), Helldorado (’99) και The Best Of The Best (2000) συνεχίζουν τη δισκογραφία του γκρουπ που ξεκινά την πολυαναμενόμενη αμερικανική περιοδεία του, με σκοπό την προώθηση του τελευταίου εκ των τριών το οποίο περιέχει κλασικά hits όπως τα Animal, L.O.V.E. Machine και Wild Child.
Στα πλαίσια αυτής της τουρνέ η μπάντα πραγματοποιεί ένα live show στο Key Club (L.A.) στις 22 Απριλίου 2000, το οποίο μεταδίδεται μέσω Internet σε όλο τον κόσμο. Η ηχογράφηση αυτής της βραδιάς κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους σε Cd με τίτλο The Sting.
Το επόμενο άλμπουμ των W.A.S.P., The Unholly Terror (2001) είναι στην ουσία ένα καυστικό σχόλιο πάνω στην κοινωνικοπολιτική και θρησκευτική υποκρισία των καιρών μας. «Κηρύττουν το φόβο χρησιμοποιώντας τη Βίβλο και το Κοράνι» λένε χαρακτηριστικά στο Charisma όπου καυτηριάζουν την εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματος των λαών από τους κατέχοντες την εξουσία.
Με τη μεσολάβηση της κυκλοφορίας του άλμπουμ Dying For The World, τη δημιουργία του οποίου εμπνεύστηκαν από τις επιστολές αμερικανών στρατιωτών που πολέμησαν στον Περσικό Κόλπο, οι W.A.S.P. συνεχίζουν την προβληματική που ξεκίνησαν να εκφράζουν στο Unholly Terror, κάτι που συμβαίνει και στα πιο πρόσφατά τους, The Neon God: Part One – The Rise και Part Two – The Demise.
Πρόκειται για μία rock opera που αφηγείται την τραγική ιστορία ενός αγοριού που μεγαλώνοντας αποζητά την αποδοχή του κόσμου και ένα αληθινό νόημα στη ζωή του. Σύντομα ανακαλύπτει ότι έχει την ιδιαίτερη ικανότητα να «διαβάζει» και να καθοδηγεί τους ανθρώπους. Χρησιμοποιώντας αυτή τη δύναμη, καταφέρνει να δημιουργήσει μία μάζα πιστών που τον αναδεικνύει με την αφοσίωσή της σε ένα «σκοτεινό» Μεσσία του 21ου αιώνα!
Πρόκειται αναμφίβολα για μία φιλόδοξη προσπάθεια, η οποία, παρά το θεατρικό της ύφος δεν παύει να είναι μία δυναμική rock ‘n’ roll δημιουργία, αμφιλεγόμενη και προκλητική, όπως άλλωστε είναι και κάθε κυκλοφορία μιας τόσο ξεχωριστής μπάντας, που έχει ήδη συμπληρώσει πάνω από 20 χρόνια πορείας στο χώρο του heavy metal.
Η σύνθεση του συγκροτήματος κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων ήταν η εξής:
Blackie Lawless (guitar, vocals)
Darrell Roberts (Lead guitar)
Mike Duda (bass)
Frankie Banali (drums)
Για τη Neon God World Tour, η οποία ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου 2004, οι W.A.S.P. έχουν ετοιμάσει ένα σετ κατά το ήμισυ διαφοροποιημένο από αυτό της προηγούμενης περιοδείας. Πέρα από το υλικό των τελευταίων άλμπουμ, το γκρουπ θα παίξει και αρκετά από τα παλιά κλασικά κομμάτια του, ενώ θα επισκεφτούν και κάποιες χώρες, όπου δεν έχουν πάει στο παρελθόν, όπως η Ρωσία, η Εσθονία και η Πολωνία.
Φυσικά, η διαδρομή τους περνάει και από το Gagarin 205, στις 26 και 27 Νοεμβρίου, αλλά και από τη Θεσσαλονίκη, την αμέσως επόμενη μέρα, όπου θα εμφανιστούν στο club ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ.
Τις συναυλίες της Παρασκευής και του Σαββάτου ανοίγουν δύο ελληνικά σχήματα, οι Bloodstained και οι Overlord’s Perpetual.