Στα Μονοπάτια του Γαλαξία - Ένα χρονικό ραδιοφώνου - μέρος 2ο
Ημερομηνία Παρασκευή, 17 Φεβ 2006 @ 04:30 Θέμα/Κατηγορία Σκέψεις, Θέσεις και Γνώμες
Αποστολέας Nibelungen
Μουσική σήματος: Τάδε έφη Ζαρατούστρα του Στράους, η εισαγωγή. Ένα μάλλον αδιάφορο έργο σα σύνολο, με μία συγκλονιστική εισαγωγή ωστόσο που σηκώνει την τρίχα καθώς γεννά στο μυαλό εικόνες κοσμογονίας.
Το θεσπέσιο βαρύτονο ισοκράτημα, τα μεγάλα τύμπανα της ορχήστρας που αρχίζουν αργά και επιταχύνουν ρυθμικά, το ξέσπασμα, η κορύφωση εγχόρδων και πνευστών και ο απόηχος του εκκλησιαστικού οργάνου.... Ένα μουσικό θέμα που λατρεύτηκε όταν ο Κιούμπρικ το χρησιμοποίησε στο 2001 Space Odyssey..... Και από πάνω, μιλούσα εγώ (λίγο πριν το crescendo) .... «Στα μονοπάτια του Γαλαξία....μια εκπομπή ραδιοφωνικής φαντασίας επιστημονικής και όχι που γράφει και παρουσιάζει ο....».
Καθώς έσβηνε το σήμα, στον απόηχό του συνήθως μίξαριζα κάποια μουσική ατμόσφαιρα και... «Γεια σας Αγαπητοί Συνταξιδιώτες...χαμηλώστε τα φώτα, καθίστε αναπαυτικά, αν έχετε ακουστικά φορέστε τα...φεύγουμε»
Κάπως έτσι, ξεκινούσαν πάντα τα Δευτεριάτικα ταξίδια.
Η πρώτη εκπομπή όμως ξεκίνησε με τη φωνή του Richard Burton από το War of Worlds, τον Πόλεμο των Κόσμων, μια μουσική παραγωγή του Jeff Lynne στην οποία ο μεγάλος ηθοποιός έκανε την αφήγηση...και τώρα που την ξαναφέρνω στο νου μου-όσο τη θυμάμαι, ήταν ή θα πρέπει να ακούγονταν αρκετά αμήχανη και «εγκυκλοπαιδική». Και κάπως έτσι θα πρέπει να κύλησαν οι πρώτες 2-3 πρώτες εκπομπές, λίγο αμήχανες και πολύ...εγκυκλοπαιδικές. Είχα εκείνη την εποχή (ακόμα το έχω δηλαδή αλλά δεν ξέρω που το έχω βάλει) ένα απίθανο αμερικάνικο βιβλίο, το Science Fiction Encyclopedia από το οποίο καθόμουν και μετέφραζα κατεβατά για την εκπομπή.
Σιγά -σιγά, ζεσταινόμουν. Το μικρόφωνο μπροστά μου, άρχιζε να αλλάζει μορφή και να γίνεται το αυτί ενός μοναδικού και ακριβού συνομιλητή, στον οποίο ήθελα να λεω ιστορίες ψιθυριστά, να του διαβάζω ποιήματα, να του λεω παράξενα πράγματα που έμοιαζαν να «ταράζουν» την τάξη της καθημερινότητας...
Τότε , για πρώτη φορά άρχισα να αποκαλώ τους ακροατές μου –που μέσα μου δεν είχα ιδέα αν υπάρχουν- «Συνταξιδιώτες».
Είμαστε στις αρχές τις δεκαετίας του 80 και αυτή η λεξούλα, ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιηθεί ξανά στο ραδιόφωνο ή στα περιοδικά. Και αν πω πως τότε ήξερα τη δυναμική που θα έδινε αυτή η λεξούλα, που λειτούργησε μαγικά, θα έλεγα μεγάλο ψέμα.
Τα Μονοπάτια, έπαψαν να είναι «ραδιόφωνο» , έγιναν ένα παράξενο σκάφος που ταξίδευε σε παραμύθια, θρύλους, σκοτεινές ιστορίες, μυστήρια κι αλλόκοτα πλάσματα. Μπήκαν στην παρέα, ο Edgar Alan Poe, o William Blake ο Baudlaire ο Σεφέρης....μπλέχτηκαν με θάρρος (θράσος;) ο Χέντριξ με τον Μότσαρτ, ήρθαν οι Κέλτες, οι Λυκάνθρωποι, οι...ιπτάμενοι δίσκοι και λογής απίθανα πράγματα, πάντα χαμηλόφωνα σχεδόν εξομολογητικά...
Μετά από 4-5 εκπομπές, δηλαδή ένα μήνα και κάτι, στο studio με περίμενε ένα «πάκο» με φακέλους. Κάπου 40-50 γράμματα ήταν και θυμάμαι σαν τώρα την αντίδρασή μου.
Πάγωσα, σχεδόν τρομοκρατήθηκα. Ήμουν σχεδόν βέβαιος πως ήταν επιστολές...διαμαρτυρίας. Είχα φτάσει στο studio αρκετά νωρίτερα όπως συνήθιζα, οπότε, έκλεισα την πόρτα , μη με δει κανένας την ώρα που θα διάβαζα....τις διαμαρτυρίες. Τόσο σίγουρος ήμουν για το ρεζιλίκι.
Μετά από δέκα λεπτά με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο της ζούγκλας και τα μάτια μου σε διάθεση βουρκώματος ρούφαγα τις επιστολές τη μία μετά την άλλη.
Όχι, κανένας τελικά δεν διαμαρτύρονταν για το αίσχος μου! Είχα μπροστά μου, γράμματα φίλων. Ανθρώπων που μόνο η τύχη δεν μας είχαν φέρει κοντά να γνωριστούμε. Χιλιάδες λέξεις, ψίθυροι διψασμένοι για όνειρο και ταξίδεμα, όλες και όλοι οδοιπόροι της νύχτας, των άστρων , των ξωτικών , των παράδοξων, όλες και όλοι ψυχές συντονισμένες με τον Edgar Allan Poe και το Raven με τις ιδιότροπες μουσικές και τους χαμηλούς τόνους.
Μετά από λίγο, ήρθε ο τεχνικός, ο ηχολήπτης. Θαρρώ πως ήταν εκείνο το βράδυ ο Δημήτρης ο Καβακόπουλος με τον οποίο ηχογραφήσαμε ίσως την πλειοψηφία των Μονοπατιών του Γαλαξία.
Τη γούσταρε την εκπομπή, όλοι οι τεχνικοί σχεδόν –κυρίως οι νέοι την έκαναν πολύ κέφι- γιατί ήταν απαιτητική και ήθελε πολλά «κόλπα». Υπήρχαν φορές, που έπαιζαν ταυτόχρονα δυο πικάπ με μουσικές, ένα τρίτο με ειδικά εφφέ και εγώ πίσω από το μικρόφωνο. Και όλα αυτά θέλανε τρελό συντονισμό. Με κάποιους ηχολήπτες, δημιουργούσαμε μαζί τις ατμόσφαιρες σε μια κατάσταση που θύμιζε jazz αυτοσχεδιασμό. Χαρακτηριστικό είναι πως πολλές φορές, μέναμε αρκετή ώρα μετά τη λήξη της βάρδιας τους, για να τελειοποιήσουμε, να κεντήσουμε τις λεπτομέρειες.
Ηχογραφούσα πάντα Δευτέρες, 5-8 λίγες ώρες πριν βγει το πρόγραμμα στον αέρα, για να έχω μια όσο γίνεται μεγαλύτερη αίσθηση ζωντάνιας. Και η αλήθεια είναι πως παρά το συχνά περίπλοκο soundtrack της εκπομπής, οι περισσότεροι νόμιζαν πως ήταν ζωντανή....
Τα γράμματα, δεν σταμάτησαν να έρχονται. Πλήθαιναν διαρκώς. Κάποια στιγμή, ζήτησα να μου στείλουν ιστορίες και ποιήματα.
Το τι ήρθε, δεν μπορώ να το περιγράψω. Αλλά, δεν έχει σημασία η ποσότητα, όσο η απρόσμενη ποιότητα πολλών παιδιών που τότε ήταν 18 και 19 και 20 και 25 –αλλά και μικρότερα, που έγραφαν πολύ ωραία πράγματα. Έχω ακόμα τα διηγήματα του Κώστα Γερογιάννη και του Θανάση Βέμπου. Ο πρώτος, παραμένει στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, είναι δραστήριο μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης Ε.Φ. και ο δεύτερος πια, γνωστός συγγραφέας στον χώρο της έρευνας και του φανταστικού.
Μα και άλλοι πολλοί, με πένες αισθαντικές και καλλιεργημένες που βρήκαν ξαφνικά διέξοδο και συνομιλία. Δεν ξέρω τι απέγιναν, ελπίζω να θυμούνται πως το όνειρο σταματάει μόνο όταν σταματήσεις να ονειρεύεσαι...
Είναι αδύνατο να θυμηθώ τις εκπομπές. Ήταν πολλές. Σκόρπια, ανακαλώ στη μνήμη διάφορα. Μια φορά, που καταφέραμε με τον Δημήτρη τον Καβακόπουλο και πήραμε για ηχογράφηση το μεγάλο studio το L νομίζω , του Τρίτου προγράμματος. Είχε πιάνο και ήθελα να δοκιμάσω να κάτσω να παίξω αυτοσχεδιάζοντας έχοντας μπροστά μου αντί για παρτιτούρα, τα κείμενα της εκπομπής, τα γράμματα, τις ιστορίες. Ο Καβακόπουλος στην κονσόλα σε μεγάλα κέφια, έκανε διάφορα περίεργα, δημιουργούσε παραμορφώσεις και εφφέ και στο τέλος νόμιζες πως άκουγες ένα απίθανο synthesizer.
Εν τω μεταξύ, άρχισα να «προκαλώ» τους συνταξιδιώτες να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Να γνωριστούν. Να κάνουν παρέες. Ερχόντουσαν γράμματα από ολόκληρη την Ελλάδα και το χαρακτηριστικό είναι πως είχε γίνει σχεδόν κανόνας να μαζεύονται σε σπίτια για να ακούνε την εκπομπή μαζί. Τα Μονοπάτια, είχαν πάρει μια μορφή νυχτερινής συνομωσίας με κωδικό εκείνη τη λεξούλα: Συνταξιδιώτες.
Κάποια στιγμή, πολλά γράμματα ζητούσαν να γίνει μια σύναξη, μια συγκέντρωση. Να γνωριστούμε.
Ο Καβακόπουλος , ο ηχολήπτης, με έσπρωχνε και αυτός στην ιδέα. Έτσι, με τα πολλά, βρέθηκε ένα κτήριο στην οδό Νίκης στο Σύνταγμα, ένα ωραίο νεοκλασικό που τότε ήταν γιαπί λόγω συντήρησης και, ο άνθρωπος που το είχε νοικιάσει για να κάνει ένα βιβλιοπωλείο (το Compendium...το θυμάται κανείς;) ο Νίκος ο Λίγγρης, μου το παραχώρησε. Έδωσα από τον αέρα τη διεύθυνση , τη μέρα και την ώρα.
Ωραία είπα. Και τι θα κάνουμε εκεί; Σκέφτηκα λοιπόν, να στήσω μέσα στο χώρο μια εκπομπή. Να πάμε 2 πικάπ , ένα μικρόφωνο και, για όσους έρθουν , να κάνω μια εκπομπή live ...σα....συναυλία! Παλαβά πράγματα, αν σκεφτεί κανείς πως ήμαστε στα 1983 περίπου. Όλο αυτό, δεν μπορούσε βέβαια να στηθεί χωρίς...ποιον άλλο; Τον Καβακόπουλο. Έφερε τα πικάπ, τις πρίζες το μικρόφωνο. Κοντά, και ο Θανάσης ο Βέμπο με τον κολλητό του τον Κώστα τον Γερογιάννη.
Δώσαμε μεταξύ μας ένα ραντεβού στο χώρο, το ίδιο απόγευμα κατά τις 5. Το ραντεβού που είχα δώσει στον αέρα, ήταν για τις 7.
Βάλαμε κάποιους πάγκους, στήσαμε τα πικάπ το μικρόφωνο και μπόλικα...κεριά για ατμόσφαιρα και εγώ, κατά τις 6 και κάτι την κοπάνησα να πιω καφέ. Θα πρέπει να τους είχα σπάσει τα νεύρα ρωτώντας τους κάθε 5 λεπτά «....θαρθούν καμιά εικοσαριά ε; Τι λετε;» Μέσα μου πίστευα πως θα ήταν ζήτημα να έρθουν 5-6. Οπότε το ..εικοσαριά θα ήταν θρίαμβος!
Πήγα δυο δρόμους πιο πέρα, βρήκα ένα γωνιακό μαγαζί και αντί για καφέ ήπια μια μπύρα. Κατά τις 7 και 10 , βέβαιος πως θα τα εύρισκα όλα ήσυχα όπως τ άφησα, γύρισα πίσω. Κάποια στιγμή, είμαι μπροστά σε ένα κτήριο με πάρα πολύ κόσμο, με μια ουρά στο πεζοδρόμιο. Κάτι συνέβαινε εκεί σκέφθηκα προχώρησα.
Όμως, μετά από ένα λεπτό, κατάλαβα πως είχα περάσει το Compendium και γύρισα πίσω. Τότε, συνειδητοποίησα με έντρομος, πως το κτήριο που είχα δει πριν με τον κόσμο, είναι το δικό μας.
Έμεινα για ένα λεπτό εμβρόντητος να κοιτάζω. Η «εκδήλωση» θα ήταν στον δεύτερο όροφο. Άρα, είχα μπροστά μου μια ουρά που ξεκινούσε από το πεζοδρόμιο και πήγαινε μέχρι πάνω. Σκέφτηκα να φύγω. Να πάρω το λεωφορείο και να κατέβω στο Π. Φάληρο να δω τη θάλασσα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και βούτηξα στον κόσμο.
Μεγάλη υπόθεση το ραδιόφωνο. Κανείς δεν ξέρει τη φάτσα σου! Έτσι, σπρώχνοντας κατάφερα να μπω μέσα και να ανέβω πάνω. Πολύς κόσμος. Κοίταγα με ένταση όλα αυτά τα πρόσωπα. Κορίτσια κι αγόρια από 16 μέχρι και πιο ώριμοι στα 30. Και καθώς ήμουν χαμένος ανάμεσα τους με το μάτι να γυαλίζει, ακούγεται ένα βροντερό γέλιο, γνώριμο και λεει «Άντε ρε Γιώργο και σε περιμένουμε τόση ώρα!». Ήταν ο φίλος μου ο Κώστας ο Φέρρης. Ο σκηνοθέτης. Ο μπαγάσας, δεν μου είχε πει πως θα ερχόνταν και με ...πρόδωσε στα καλά καθούμενα. Εξαφανίστηκα. Δεν ξέρω πως, γλίστρησα σαν το χέλι και πήγα δίπλα στον Καβακόπουλο στα μηχανήματα.
«Σήμα εκπομπής» του είπα. Το είχε έτοιμο, πάτησε το play. Μπήκε η γνώριμη μουσική. Ησυχία απόλυτη, δεκάδες λαμπερά πρόσωπα , σαν άστρα διάστικτα μέσα στο δωμάτιο. Αν είναι δυνατόν, είχαν προνοήσει και είχαν βάλει ηχεία και στις σκάλες....
Έκανα μια μικρή live εκπομπή, κάπου 15 λεπτά. Μετά, χάθηκα με τους συνταξιδιώτες , μιλούσαμε, μιλούσαμε, μιλούσαμε. Άρχισε να αραιώνει ο κόσμος, κατά τις 11 και 30...Με τον Φέρρη και τον Καβακόπουλο πήγαμε να φαμε στον Βρούτο, στο Λόφο του Στρέφη. Ήμουν τελείως εξουθενωμένος, ποτέ στη ζωή μου μέχρι εκείνη την ημέρα, δεν είχα μιλήσει με τόσους ανθρώπους.
Τα Μονοπάτια του Γαλαξία, δεν τα έκανα μόνος μου. Αν παρομοιάσω την εκπομπή με σκάφος, το πηδάλιο ήταν οι Συνταξιδιώτες. Αυτοί, μέσα από τα γράμματά τους, έστριβαν το διαστημόπλοιο, πότε εδώ και πότε εκεί. Πότε στο όνειρο και πότε στην κραυγή. Κραυγή για τον Κόσμο, τη Γη, τη Βία. Κάποτε, στα Μονοπάτια, ήρθε και ένα γράμμα που το υπέγραφε η «Παρέα της Θεσσαλονίκης». Με ζωγραφιές και σκίτσα και με καμιά δεκαπενταριά υπογραφές από κάτω. Αυτό, στάθηκε και η αφορμή για να ανέβω στη Θεσσαλονίκη μερικούς μήνες αργότερα, σε μια μάζωξη που έκανε την πρώτη να ωχριά κυριολεκτικά. Μια άλλη ωραία συγκέντρωση, είχε γίνει κάπου σε μια αίθουσα πίσω από την οδό Ακαδημίας η οποία έκλεισε με κιθάρες και τραγούδια στα σκαλιά του Μουσείου...
Τι ήταν αυτό που συνέβαινε λοιπόν τότε και δεν συμβαίνει σήμερα; Εύκολα θα πει κανείς πως ήταν η Ανάγκη Επικοινωνίας μέσα από τις μουσικές , μέσα από ονειρικές διαθέσεις. Μα δεν είναι το ίδιο και σήμερα; Τα Μονοπάτια του Γαλαξία τα σταμάτησα κάπου στις αρχές του 87 με δική μου πρωτοβουλία (πολλοί νόμιζαν πως με είχαν κόψει πάλι, έστελναν για μήνες επιστολές διαμαρτυρίας στην ΕΡΤ και ας είχα πει πολύ καθαρά πως ήταν δική μου απόφαση). Τα σταμάτησα γιατί κάποια στιγμή κατάλαβα πως είχα κουραστεί, πως επαναλαμβανόμουν, γιατί ήθελα να πάρω μια απόσταση. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να φουντώνει το κίνημα-αίτημα για Ελεύθερη Ραδιοφωνία. Θυμάμαι , παρόλο που με φιλοξενούσε η Κρατική Ραδιοφωνία, είχα πει από το μικρόφωνο : «πυρπολήστε τις κεραίες...αφήστε τα κύματα ελευθέρα να φουντώσουν και να μας πλημμυρίσουν».
Λίγο πριν, ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ με τον στρατηγό Δροσογιάννη στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε επιβάλλει κανονική τρομοκρατία στα Εξάρχεια. Αν είχες λίγο μακρύ μαλλί και φάτσα ασύμβατη με τα γούστα τους, δεν μπορούσες να περάσεις, οι πιθανότητες να καταλήξεις σε μια κλούβα και να τις φας χοντρά έτσι για την πλάκα τους, ήταν πολύ μεγάλες. Τα Εξάρχεια τότε, ήταν πραγματικό κύτταρο. Θεατρικές ομάδες, μουσικές μπάντες, ο Νικόλας ο Άσιμος, συζητήσεις και πολιτικές κόντρες στα καφενεία, ποιητές, ζωντάνια. Έλεγα τότε από το μικρόφωνο: «Πάρτε τις πλατείες. Φυτέψτε τις με κιθάρες και τραγούδια φλογοβόλα»
Ένιωθα πως γύρω μου υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι στο ίδιο μήκος κύματος. Ο κάθε ένας σαν ένα μικρό αναμμένο σπίρτο. Όλοι μαζί, μια πυρκαγιά που θα μπορούσε να φέρει τα πάνω – κάτω.
Τώρα, είναι βέβαια οι κάμερες παντού, η Vodafone που κάνει ακρόαση τα μυστικά μας, το life style και ο θόρυβος που έχει γίνει νόμος και καθεστώς.
Μα είναι έτσι; Κάτι μου λεει, πως δεν έχει αλλάξει τίποτα. Σεργιανίζω και εδώ στα δικτυακά ημερολόγια. Συναντώ τόσες ποιητικές φωνές. Τόσες φωνές νυχτερινές και βελούδινες που κοιτούν τον κόσμο με μάτια έτοιμα ακόμα για θαύματα. Μήπως τελικά δεν έχει αλλάξει τίποτα; Μήπως απλά έχει σηκωθεί περισσότερος θόρυβος και πρέπει να δυναμώσουμε και μεις τη φωνή μας;
Κάποιοι φίλοι στο προηγούμενο κείμενο, μου ζήτησαν να γράψω και για τη συνέχεια των Μονοπατιών... Ίσως, αν προκύψει μέσα από συζήτηση. Προς ώρας, θέλω να μείνω εδώ. Να πω μόνο, πως τα Μονοπάτια ξαναβγήκαν στον αέρα για μια σύντομη περίοδο στο Ιστορικό Κανάλι 15 και έκλεισαν οριστικά –για τότε- με το θάνατο του Ρούσου Κούνδουρου και το τέλος του ονείρου που ονομάσθηκε Ελεύθερη Ραδιοφωνία. Μετονομάσθηκε , σε Ιδιωτική Ραδιοφωνία και οι κανόνες του παιγνιδιού άλλαξαν.
Θα πω μόνο , έτσι για την ιστορία πως λίγο καιρό μετά που το Κανάλι 15 έγινε παρελθόν και πολλοί πήγαμε στα σπίτια μας αρνούμενοι να μπούμε στο παιγνίδι «άκου τραγουδάκι βρες τιτλάκι πάρε μπλουζάκι» με φώναξε ο Μιχάλης ο Τσαουσόπουλος, που τότε ήταν υπεύθυνος προγράμματος στον νεοσύστατο Αντέννα.
Έδινε «γη και ύδωρ» που λένε, για να αρχίσω ξανά τα Μονοπάτια εκεί, σε super studio με ηλεκτρονικά keyboards στο studio, synthesizers κλπ. Ξαφνικά, έβλεπα ένα ραδιοφωνικό μου όραμα να μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Ενθουσιάστηκα. Κάναμε δυο συναντήσεις γεμάτες ιδέες και γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, είχε συμφωνήσει σε όλα και, μια ακόμα, μοιραία.
Γενικός δερβέναγας στο ραδιόφωνο του Αντέννα τότε, ο Νίκος Μαστοράκης. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος. Μου λεει λοιπόν ο Τσαουσόπουλος:
«Μόνο που θα πρέπει, να φέρνεις κάθε φορά, τα κείμενα της εκπομπής να τα εγκρίνει ο Νίκος πρώτα».
Δεν απάντησα καν. Χαιρέτησα και έφυγα. Το ραδιόφωνο, είχε πια τελειώσει για μένα, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 90, όταν άνοιξε ο Εν Λευκώ του Καββαθά.
Τα καράβια – φάντασμα, οι ταξιδιώτες από άλλους κόσμους, οι ήρωες του Λαβκραφτ που για πρώτη φορά από τα Μονοπάτια ακούστηκαν, τα ξωτικά της νύχτας, οι νεράιδες της Ιρλανδίας, οι σκιές και οι μαύρες γάτες , οι φασματικές μορφές, οι Θεές και οι Θεοί της Γαίας, οι άγνωστες φυλές του πλανήτη, οι αγαπημένοι μου ποιητές και μουσικοί αποσύρθηκαν από τα ερτζιανά και ο κάθε Συνταξιδιώτης πήρε το Μονοπάτι της Ανάμνησης. Που όπως ίσως υπονόησε ο anonymous σχολιαστής μου, έγιναν καύσιμο για το ταξίδι στο μέλλον..
|