Thirty something
Πέμπτη, 09 Νοέ 2006 @ 05:00
Απόψεις : Σκέψεις, Θέσεις και Γνώμες
Κάθομαι στο ανοιχτό παράθυρο ενός τυχαίου καφέ.
Δίπλα μου ένας σιωπηλός άντρας που κρύφτηκε μαζί μου για λίγη ώρα στο ίδιο υγρό καταφύγιο.
Μια χθεσινή εφημερίδα ήταν ακουμπισμένη μπροστά του, δίπλα σε ένα μισοάδειο φλιτζάνι καπουτσίνο.
Δεν μίλησε ούτε μια φορά.
Κοιτούσε.
Απόλυτα σιωπηλός.
Με το ίδιο επίμονο, ερευνητικό βλέμμα κατέγραφε τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στο δρόμο μπροστά...
της Βάλυ Βαϊμάκη από το fe-mail.gr
Στα μισά της διαδρομής από το σπίτι στο γραφείο. Μουσκεμένη από την ξαφνική μπόρα του φθινοπωρινού πρωινού. Έκπληκτη. Ανώνυμη θαμώνας. Τυχαία.
Η πραγματικότητα είναι εκεί, πάντα. Το βλέμμα αλλάζει. Αυτό το βλέμμα που ξαφνικά καθαρίζει. Βλέπει. Οι εικόνες της πόλης δεν περνάνε αδιάφορες. Δεν χάνονται μέσα στις σκέψεις που κρύβουν τον πραγματικό χωροχρόνο. Δεν αλλοιώνονται από τον παραμορφωτικό φακό της ταχύτητας. Βλέμμα. Ξεκούραστο. Αργό. Βλέμμα που μετατρέπεται σε λέξεις - που αναβλύζουν από μέσα μου, από το πουθενά, όπως το ορμητικό νερό, απέναντί μου, στο ρείθρο του πεζοδρομίου.
Κάθομαι στο ανοιχτό παράθυρο ενός τυχαίου καφέ. Δίπλα μου ένας σιωπηλός άντρας που κρύφτηκε μαζί μου για λίγη ώρα στο ίδιο υγρό καταφύγιο. Μια χθεσινή εφημερίδα ήταν ακουμπισμένη μπροστά του, δίπλα σε ένα μισοάδειο φλιτζάνι καπουτσίνο. Δεν μίλησε ούτε μια φορά. Κοιτούσε. Απόλυτα σιωπηλός. Με το ίδιο επίμονο, ερευνητικό βλέμμα κατέγραφε τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στο δρόμο μπροστά μας.
Δεν μίλησε ούτε μια φορά. Κοιτούσε. Απόλυτα σιωπηλός. Με το ίδιο επίμονο, ερευνητικό βλέμμα κατέγραφε τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στο δρόμο μπροστά μας.
Δύο βλέμματα για την ίδια πραγματικότητα.
Αναρωτιέμαι πόσο διαφορετική ήταν η ματιά μας.
Ποιες διαφορετικές πραγματικότητες βιώσαμε. Δεν θα το μάθω ποτέ. Μισή ώρα μετά, θα πληρώσει εξίσου σιωπηλός. Θα φύγει παίρνοντας μαζί το μυστικό της στιγμιαίας συνύπαρξής μας.
Είδε, όπως κι εγώ, τα δύο τρομαγμένα από τους κεραυνούς κοριτσάκια που ζήτησαν πανικόβλητα καταφύγιο κάτω από την ομπρέλα, μπροστά στο γήπεδο του Παναθηναϊκού;
Τα δάκρυα που μπερδεύονταν με τις χοντρές σταγόνες της βροχής που κυλούσαν στα μάγουλα του μικρότερου από τα δύο;
Αισθάνθηκε την ίδια ανάγκη να το πάρει αγκαλιά, να το παρηγορήσει, να του χαϊδέψει τα βρεγμένα μαλλιά και να του εξηγήσει ότι αυτό, η καταιγίδα, είναι απλώς ένα φαινόμενο φυσικό - πολύ λιγότερο τρομακτικό από το λεωφορείο με τους στοιβαγμένους ανθρώπους και τα άδεια βλέμματα, από τα φορτηγά που αγέρωχα προσπερνούσαν με ταχύτητα το καφέ, λερώνοντας με απόνερα τους περαστικούς, από τα ακριβά αυτοκίνητα με τις περιποιημένες ξανθιές που σταματούσαν στη διασταύρωση μιλώντας ακατάπαυστα στο κινητό τους, ενοχλημένες από την ξαφνική μπόρα που τους χαλάει τα μαλλιά και τα σχέδια για καφέ στο Ντα Κάπο.
Είδε το μεγάλο κίτρινο φύλλο της μουριάς που μπήκε ξαφνικά σπρωγμένο από το δυνατό αέρα και κάθισε απαλά πάνω στο τραπέζι μας: Είδε την κοπέλα που σταμάτησε με τη μοτοσικλέτα της και βρήκε καταφύγιο στο πέτρινο εκκλησάκι εκεί δίπλα - το ίδιο εκκλησάκι που πήγαινε μικρή με τη φίλη της όταν γύριζαν από το σχολείο και άναβαν κερί για τη μητέρα της που έπασχε από καρκίνο στα οστά;
Ένιωσε, ίσως, την ίδια χαρά με εμένα, όταν άκουσε τις δυνατές φωνές, στον κάθετο δρόμο και είδε τα νεαρά κορίτσια να τρέχουν γελώντας μέσα στη δυνατή μπόρα, μούσκεμα, απολαμβάνοντας το απρόβλεπτο παιχνίδι; Είδε τον εαυτό του σ' εκείνα τα παιδιά; Μύρισε τον αέρα που στροβιλίστηκε γεμάτος υδρατμούς μπροστά στα χαμογελαστά μάτια του ιδιοκτήτη του καφέ, που προστατευμένος από τη βροχή, οικοδεσπότης, υποδεχόταν τους βρεγμένους, απρόσκλητους επισκέπτες του;
Αισθάνθηκε την ίδια περιέργεια και έκπληξη για το πόσο ενδιαφέρουσα γίνεται ξαφνικά η συνηθισμένη εικόνα της πόλης, όταν "αποδομείται";
Όταν οι άνθρωποι ξεχνάνε τους συνηθισμένους τους ρόλους, όταν είναι πια ανάγκη να αυτοσχεδιάσουν. Όταν περνάνε το δρόμο - ποτάμι, χωρίς να νοιάζονται πια μήπως χαλάσουν τα ακριβά τους παπούτσια, που ήδη καταστράφηκαν, όταν χάνουν το κρίσιμο ραντεβού τους περιμένοντας για ώρα κάτω από μια ομπρέλα που λυγίζει από τον άνεμο, σε ένα τυχαίο πεζοδρόμιο, όταν παύουν να ενδιαφέρονται πια για το αγέρωχο στιλ του "κοίτα πόσο ακριβή και γρήγορη μοτοσικλέτα έχω", όταν τρέχουν αδέξια να περάσουν απέναντι με μια εφημερίδα στο κεφάλι, όταν περπατάνε με τα ακριβά ταγέρ μουσκεμένα και το μακιγιάζ να τρέχει στο πρόσωπο...
Όταν σταματάνε.
Όταν περιμένουν.
Χωρίς να ξέρουν το πότε αυτό θα αλλάξει.
Όταν χάνουν - επιτέλους - τον έλεγχο που με τόση επιμονή, με τόσο πείσμα προσπαθούν να αποκτήσουν, ώστε να μπορέσουν μετά, απίστευτα βαριεστημένοι από τον απόλυτο προγραμματισμό των πάντων - ακόμη και των επόμενων καλοκαιρινών διακοπών τους - να διαμαρτυρηθούν για το αφόρητο κενό και την πλήξη της ζωής τους.
Η βροχή ρίχνει τα προσωπεία, σκέφτομαι.
Χαμογελάω με την έλλειψη της ασφάλειας που σου δίνει αυτή η διαπίστωση. Ξέρω ότι σε λίγη ώρα ο ήλιος θα ξαναβγεί και όλα θα πάρουν την "κανονική" ροή τους.
Σχεδόν εύχομαι αυτό να μη συμβεί, σχεδόν ελπίζω ότι δε θα συμβεί. Ξέρω ότι οι στεγνοί, πια, δρόμοι θα με οδηγήσουν ξανά στην ασφάλεια ενός γυάλινου κτιρίου, ενός γυάλινου μικρόκοσμου απ' όπου όλα φαίνονται ακίνδυνα. Δεν υπάρχει πραγματική δράση - εκεί η πρόκληση είναι κυρίως εγκεφαλική. Το στοίχημα είναι σχεδόν virtual. Η πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται σε χαρτιά, φωτογραφίζεται, αναπαράγεται και διανέμεται. Επιστρέφει στο δημιουργό της, τον πραγματικό πρωταγωνιστή, που την υποδέχεται και την επικροτεί ή την απορρίπτει. Που συνυπογράφει για να μπει μέσω αυτής στην άλλη πραγματικότητα - που ίσως είναι πολύ πιο συναρπαστική από τη δική του. "Are we still in the game;", όπως ρώτησε και ο φρουρός στην τελευταία σκηνή του Existenze, του Κρόνεμπεργκ. Είναι η δική μας πραγματικότητα, ο δικός μας μικρόκοσμος - ξέρω ότι δεν είναι ο πραγματικός κόσμος - πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Ξέρω ότι ο φθινοπωρινός ήλιος σε λίγο θα κάνει το τζάμι μου καθρέφτη και θα μου αποκαλύψει όλον αυτό το μικρόκοσμο - το γραφείο, το κομπιούτερ, το κινητό μου, το φλιτζάνι με το γαλλικό καφέ, τα cd, τα στυλό, το τηλέφωνο με τα δεκάδες κουμπάκια. Ξέρω ότι κάθε ένα από τα χιλιάδες γυάλινα παράθυρα αυτής της πόλης του ήλιου, αυτής της πόλης των παράλογα πολλών γυάλινων κτιρίων γραφείων, εκείνη τη στιγμή θα αντικατοπτρίσει την ίδια - περίπου - πραγματικότητα. Και όσοι έχουν την τύχη να τη δουν, μπορεί και να αφιερώσουν μια στιγμή στη σκέψη της άλλης πραγματικότητας, της βροχής, πριν τα βραδινά δελτία ειδήσεων ομογενοποιήσουν την εικόνα με τις ίδιες φράσεις κλισέ και τα "μότο" που θα μιλάνε πάλι για την "Αθήνα που πνίγηκε από την ξαφνική θεομηνία". Δεν θα μπορούν, ίσως, να τη μυρίσουν - τα τζάμια είναι σφραγισμένα. Θα μπορούν, όμως, να δουν τις σταγόνες να κυλάνε και τα σύννεφα να συγκεντρώνονται σε εντυπωσιακούς, φαντεζί σχηματισμούς πάνω από το κεφάλι τους.
Θα μπορούν να ονειρευτούν;
Το είδωλό μου στο τζάμι θα μου επιστραφεί - μαυρισμένο ακόμη από τις καλοκαιρινές διακοπές. Τριάντα και κάτι, με μια νεοαποκτημένη ταυτότητα γυναίκας, μετά από χρόνια περιήγησης στο σκληρό κόσμο των αντρών, παίζοντας στο παιχνίδι με τους δικούς τους όρους. Προσθέτω επίθετα, χαρακτηρισμούς: Δυναμική; Πετυχημένη; (Αυτό κι αν σηκώνει ερωτηματικό!). Χωρισμένη - αυτό είναι βέβαιο! Ευχαριστημένη; Ψυχοθεραπευόμενη. Αγχωμένη.
Ήρεμη μέσα στο περίβλημά της, για μια από τις σπάνιες φορές στη ζωή της.
Once you see it, it's there.
Δεν είμαι η μόνη, δεν είμαι καν διαφορετική, σκέφτομαι χαμογελώντας, ισορροπώντας για μια ακόμη φορά ανάμεσα στην ανάγκη μου να διαφέρω και στην ανακουφιστική βεβαιότητα ότι είμαι απλώς μια ανάμεσα σε πολλές. Χαϊδεύοντας νοερά τις καινούργιες, στρογγυλεμένες γωνίες της προσωπικότητας που έχω καταφέρει να φτιάξω, που έχουν καταφέρει να μου προσδώσουν. Αναζητώντας τα "αγκάθια", διαπιστώνοντας ότι δεν είναι εκεί... Πια.
Η "φυλή" μου, η "φυλή" μας, υπάρχει γύρω μου. Κυκλοφορεί. Μεγαλώνει. Αναρωτιέται. Αναζητάει ισορροπίες. Επικοινωνεί ή προσπαθεί, τουλάχιστον, να επικοινωνήσει με τους άντρες, θέτοντας νέους όρους - τους δικούς της όρους και εισπράττοντας συχνά την ίδια αμηχανία.
Φτιάχνει σύγχρονους γυναικωνίτες, cyber, τηλεπικοινωνιακούς γυναικωνίτες.
Ανακαλύπτει το δικό της small talk, το βάζει δίπλα στο άλλο, το πραγματικό, που συνεχίζουν να κάνουν τα απογεύματα του καλοκαιριού οι γυναίκες στις χώρες των νησιών, μπροστά στα κατώφλια των σπιτιών τους.
Αναζητάει αξίες - την ίδια ώρα που φοβάται ακόμη και να ξεστομίσει μια τόσο μεγάλη λέξη.
Πιπιλάει στο στόμα της εκείνες τις άλλες, τις πιο προσιτές, τις πιο γήινες λέξεις, όπως "καριέρα" και "μητρότητα", και τις αφήνει να σιγολιώνουν εκεί, μέχρι να καταλήξει ποια γεύση τής αρέσει, ποια θα επιλέξει - αν πρέπει. Βάζει νέα διλήμματα, αναστατώνεται, ελέγχει τις παρορμήσεις της κι ύστερα, ξέφρενα αφήνεται σε αυτές για λίγο.
Μετανιώνει. Επιβεβαιώνεται. Ανατρέπει. Συμφιλιώνεται.
Το καλοκαίρι στα νησιά, μας είδα να κουβαλάμε όλες αυτές τις νοητές προσωπικότητες μαζί με τα καλοκαιρινά μας φορέματα και τα διάφανα πέδιλα στους φουσκωμένους σάκους. Στα μπαρ, στις παραλίες, στα καφενεία. Αισθάνθηκα πώς είναι να τις ξεφορτώνεσαι. Ελεύθερη. Για λίγο.
Όπως τη στιγμή της πρώτης βουτιάς στο νερό, νωρίς το πρωί, στην Ελαφόνησο. Όταν οι άλλοι κοιμούνται κι εσύ έχεις μια τεράστια, καταπράσινη παραλία, όλη δική σου. Όταν το σώμα σου γίνεται ένα με το νερό, γίνεται το ίδιο νερό.
Είναι το ίδιο νερό αυτό που κυλάει αργά, ακόμη, στο γυάλινο τζάμι μου; Ταξίδεψε όλα αυτά τα μίλια, ήρθε να μου χτυπήσει το τζάμι; Σήμερα, εδώ, σ' αυτή την πόλη, μου έδωσε ραντεβού; Μην με ξεχνάς, μου λεει. Μην το ξεχνάς. Η πόλη με ξαναπαίρνει πίσω, του απαντάω, μη φεύγεις, πάρε με μαζί σου.
Δεν συμφωνεί, δεν είναι αυτός ο δρόμος, το ξέρω και το ξέρει. Δεν είναι η φυγή. Είναι η αλλαγή. Του βλέμματος.
Η πραγματικότητα είναι εκεί και είναι πάντα ενδιαφέρουσα, συναρπαστική, απρόβλεπτη, μοναδική, μαγική. Αρκεί μια μικρή μετατόπιση στη γωνία από την οποία θα τη δεις. Αρκεί μια βροχή, μια ξαφνική μπόρα που θα σε παγιδέψει σε ένα τυχαίο καφέ δίπλα στον Παναθηναϊκό. Που θα κάνει τα παπούτσια και τη φούστα σου μούσκεμα, που θα σβήσει το κραγιόν από τα χείλη σου και θα αφήσει όλα σου τα ραντεβού να ακυρώνονται, το ένα μετά το άλλο. Που θα φέρει ένα μικρό κορίτσι απέναντί σου, δακρυσμένο να κοιτάει με τεράστια μάτια τις αστραπές που πέφτουν. Που θα ξεπλύνει τη σκόνη από το βλέμμα σου. Που θα σου επιτρέψει, έστω και για λίγο, να δεις τον εαυτό σου χωρίς ταυτότητα και την πόλη να μεταλλάσσεται μπροστά στα μάτια σου σε ένα μαγικό θέατρο.
Ελεύθερη.
...της Βάλυ Βαϊμάκη από το fe-mail.gr
Για να δημιουργήσετε έναν σύνδεσμο σε αυτό το άρθρο και να το αναφέρετε / εμφανίσετε στο δικό σας blog/ιστολόγιο, website, άρθρο ή όπου αλλού θέλετε, μπορείτε να κάνετε copy & paste τον παρακάτω HTML κώδικα:
Θα εμφανίζεται ως εξής: Thirty something
|